Ο ΔΡΑΚΟΣ
«Κάποτε σε ένα πανέμορφο δάσος ζούσε ένας πράσινος, μεγάλος δράκος.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε έβλεπε τα δέντρα του δάσους, έπαιρνε βαθιές αναπνοές και ένιωθε ευτυχισμένος!
Το δάσος ήταν τόσο όμορφο που γρήγορα απέκτησε τεράστια φήμη, με αποτέλεσμα να έρχονται από παντού ζώα να μείνουν εκεί.
Από τότε ο δράκος έχασε την ησυχία του. Και όχι τίποτα άλλο, άρχιζε να νευριάζει εύκολα και να θυμώνει.
Την πρώτη φορά που θύμωσε ήταν επειδή τα σκιουράκια μάζεψαν βελανίδια και τα αφήσανε παντού στο έδαφος.
Πήγε ο δράκος να κάνει τον περίπατό του, τα πάτησε και άρχισε να χοροπηδά από τον πόνο.
Θύμωσε τόσο πολύ που από το στόμα του βγήκε φωτιά. Το αποτέλεσμα ήταν να καεί το δέντρο δίπλα του, αλλά και η γλώσσα του.
Για μέρες δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, ούτε να φάει.
Μόλις συνήλθε, συνέβη κάτι άλλο που τον έκανε να θυμώσει.
Ένας λαγός έφαγε καρότα και πέταξε τα κοτσάνια έξω από την σπηλιά του δράκου.
Ξαναθύμωσε ο πράσινος δράκος, έβγαλε φωτιά από το στόμα του, έκαψε δυο δέντρα αυτή την φορά και έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην γλώσσα του.
Όσο για την γλώσσα του, είχε γεμίσει φουσκάλες και τον έκανε να τρώει μόνο γιαούρτι και να μιλάει …πθεβδά!
Μια μέρα ήρθε στο δάσος ένα ξωτικό που μόλις είδε την μεγάλη καταστροφή, έψαξε να βρει τι έφταιγε.
Δεν άργησε να βρει τον δράκο να θυμώνει και να βγάζει φωτιά από το στόμα του, όταν ένας τυφλοπόντικας είχε γεμίσει τον τόπο με τρύπες.
Τότε το ξωτικό πήγε κοντά και του έδωσε το «μαγικό κουτί».
Από εκείνη την ημέρα ο δράκος όχι μόνο δεν θύμωνε, αλλά και σταμάτησε να βγάζει φωτιές και να καίει τα δέντρα.
Σήμερα το δάσος έχει γίνει καταπράσινο, όπως παλιά.
Τι ήταν όμως το μαγικό κουτί;
Ήταν ένα χρωματιστό κουτί που μέσα σε αυτό ο δράκος έγραφε ό,τι τον θύμωνε.
.............................................................................................................................................................
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
“Δύο φίλοι περπατούν στην έρημο.
Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
“Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος με χαστούκισε”.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε, χάραξε πάνω σε μια πέτρα: ” Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος μού έσωσε τη ζωή”.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή, τον ρώτησε:
“Όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί;”
Ο άλλος φίλος απάντησε:
«Όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο,
όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα,
όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Ας μάθουμε να γράφουμε τα τραύματά μας στην άμμο και να χαράζουμε τις χαρές μας στην πέτρα…
«Κάποτε σε ένα πανέμορφο δάσος ζούσε ένας πράσινος, μεγάλος δράκος.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε έβλεπε τα δέντρα του δάσους, έπαιρνε βαθιές αναπνοές και ένιωθε ευτυχισμένος!
Το δάσος ήταν τόσο όμορφο που γρήγορα απέκτησε τεράστια φήμη, με αποτέλεσμα να έρχονται από παντού ζώα να μείνουν εκεί.
Από τότε ο δράκος έχασε την ησυχία του. Και όχι τίποτα άλλο, άρχιζε να νευριάζει εύκολα και να θυμώνει.
Την πρώτη φορά που θύμωσε ήταν επειδή τα σκιουράκια μάζεψαν βελανίδια και τα αφήσανε παντού στο έδαφος.
Πήγε ο δράκος να κάνει τον περίπατό του, τα πάτησε και άρχισε να χοροπηδά από τον πόνο.
Θύμωσε τόσο πολύ που από το στόμα του βγήκε φωτιά. Το αποτέλεσμα ήταν να καεί το δέντρο δίπλα του, αλλά και η γλώσσα του.
Για μέρες δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, ούτε να φάει.
Μόλις συνήλθε, συνέβη κάτι άλλο που τον έκανε να θυμώσει.
Ένας λαγός έφαγε καρότα και πέταξε τα κοτσάνια έξω από την σπηλιά του δράκου.
Ξαναθύμωσε ο πράσινος δράκος, έβγαλε φωτιά από το στόμα του, έκαψε δυο δέντρα αυτή την φορά και έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην γλώσσα του.
Όσο για την γλώσσα του, είχε γεμίσει φουσκάλες και τον έκανε να τρώει μόνο γιαούρτι και να μιλάει …πθεβδά!
Μια μέρα ήρθε στο δάσος ένα ξωτικό που μόλις είδε την μεγάλη καταστροφή, έψαξε να βρει τι έφταιγε.
Δεν άργησε να βρει τον δράκο να θυμώνει και να βγάζει φωτιά από το στόμα του, όταν ένας τυφλοπόντικας είχε γεμίσει τον τόπο με τρύπες.
Τότε το ξωτικό πήγε κοντά και του έδωσε το «μαγικό κουτί».
Από εκείνη την ημέρα ο δράκος όχι μόνο δεν θύμωνε, αλλά και σταμάτησε να βγάζει φωτιές και να καίει τα δέντρα.
Σήμερα το δάσος έχει γίνει καταπράσινο, όπως παλιά.
Τι ήταν όμως το μαγικό κουτί;
Ήταν ένα χρωματιστό κουτί που μέσα σε αυτό ο δράκος έγραφε ό,τι τον θύμωνε.
.............................................................................................................................................................
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
“Δύο φίλοι περπατούν στην έρημο.
Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
“Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος με χαστούκισε”.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε, χάραξε πάνω σε μια πέτρα: ” Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος μού έσωσε τη ζωή”.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή, τον ρώτησε:
“Όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί;”
Ο άλλος φίλος απάντησε:
«Όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο,
όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα,
όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Ας μάθουμε να γράφουμε τα τραύματά μας στην άμμο και να χαράζουμε τις χαρές μας στην πέτρα…
Το παιδί και τα καρφιά – Μια ιστορία για το θυμό…
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που θύµωνε µε το παραµικρό και είχε πολύ κακούς τρόπους. Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακούλι µε καρφιά και του είπε ότι κάθε φορά που θα φέρεται άσχηµα θα πρέπει να καρφώνει ένα καρφί στο φράχτη.
Την πρώτη µέρα το παιδί κάρφωσε δεκαέξι καρφιά. Όµως, καθώς περνούσαν οι εβδοµάδες, όλο και κατάφερνε να χαλιναγωγεί τη συµπεριφορά του και τα καρφιά ολοένα λιγόστευαν. Είχε καταλάβει ότι του ήταν προτιµότερο να ελέγχει τις τάσεις του παρά να τρέχει να καρφώνει καρφιά στο φράχτη. Και τελικά έφτασε η µέρα που το παιδί δεν έχασε καθόλου την ψυχραιµία του. Το είπε λοιπόν στον πατέρα του και τότε εκείνος του είπε ότι τώρα θα έπρεπε να ξεκαρφώνει ένα καρφί για κάθε µέρα που δεν θα ξεσπούσε σε οργή.
Οι µέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά είπε στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλες τις πρόκες. Τότε ο πατέρας πήρε το γιο του απ’ το χέρι και τον πήγε κοντά στο φράχτη, κι εκεί του είπε: «Πολύ καλά τα κατάφερες γιε µου, για δες όµως τις τρύπες στο φράχτη. Ποτέ πια ο φράχτης µας δεν θα είναι όπως πριν.Όταν είσαι θυµωµένος και λες άσχημα λόγια, αυτά αφήνουν πληγές. Μπορείς να µαχαιρώσεις κάποιον, και µετά να τραβήξεις το µαχαίρι, αλλά, όσες φορές κι αν θα ζητήσεις συγγνώµη, η πληγή θα µείνει εκεί.Κι ένα τραύµα µε λόγια είναι τόσο κακό όσο κι ένα τραύµα στο σώµα».
Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, είναι εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μπορείς να μαντέψεις το μέγεθος ενός ανθρώπου από το μέγεθος των πραγμάτων που τον κάνουν να θυμώνει.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που θύµωνε µε το παραµικρό και είχε πολύ κακούς τρόπους. Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακούλι µε καρφιά και του είπε ότι κάθε φορά που θα φέρεται άσχηµα θα πρέπει να καρφώνει ένα καρφί στο φράχτη.
Την πρώτη µέρα το παιδί κάρφωσε δεκαέξι καρφιά. Όµως, καθώς περνούσαν οι εβδοµάδες, όλο και κατάφερνε να χαλιναγωγεί τη συµπεριφορά του και τα καρφιά ολοένα λιγόστευαν. Είχε καταλάβει ότι του ήταν προτιµότερο να ελέγχει τις τάσεις του παρά να τρέχει να καρφώνει καρφιά στο φράχτη. Και τελικά έφτασε η µέρα που το παιδί δεν έχασε καθόλου την ψυχραιµία του. Το είπε λοιπόν στον πατέρα του και τότε εκείνος του είπε ότι τώρα θα έπρεπε να ξεκαρφώνει ένα καρφί για κάθε µέρα που δεν θα ξεσπούσε σε οργή.
Οι µέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά είπε στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλες τις πρόκες. Τότε ο πατέρας πήρε το γιο του απ’ το χέρι και τον πήγε κοντά στο φράχτη, κι εκεί του είπε: «Πολύ καλά τα κατάφερες γιε µου, για δες όµως τις τρύπες στο φράχτη. Ποτέ πια ο φράχτης µας δεν θα είναι όπως πριν.Όταν είσαι θυµωµένος και λες άσχημα λόγια, αυτά αφήνουν πληγές. Μπορείς να µαχαιρώσεις κάποιον, και µετά να τραβήξεις το µαχαίρι, αλλά, όσες φορές κι αν θα ζητήσεις συγγνώµη, η πληγή θα µείνει εκεί.Κι ένα τραύµα µε λόγια είναι τόσο κακό όσο κι ένα τραύµα στο σώµα».
Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, είναι εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μπορείς να μαντέψεις το μέγεθος ενός ανθρώπου από το μέγεθος των πραγμάτων που τον κάνουν να θυμώνει.
Αν σου αρέσουν οι ιστοριούλες διάβασε και άλλες ......
ΧΑΡΤΗΣ